αλογοτροφείο

αλογοτροφείο
το (Α ἀλογοτροφεῖον)
τόπος όπου αυλίζονται άλογα και, γενικά, ζώα
ιπποστάσιο, στάβλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλογοτρόφος < ἄλογο(ν) + -τρόφος < τρέφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”